προθετός

προθετός
προθετός, όν,
A proposed, indicated,

τοῖς π. Alex.Trall.Febr.3

codd. (fort. προσθετοῖς).

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • προθετός — ή, όν, Α [προτίθημι] αυτός που δείχνει, που υποδηλώνει κάτι …   Dictionary of Greek

  • προθετοῖς — προθετός proposed masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προθετικός — ή, ό / προθετικός, ή, όν, ΝΑ [πρόθεσις / προθετός] ο σχετικός με την πρόθεση, ως μέρος τού λόγου, ή αυτός που χρησιμεύει ως πρόθεση νεοελλ. 1. αυτός που έχει θέση πρόθεσης 2. ιατρ. α) ο σχετικός με μια πρόθεση, δηλ. με αντικατάσταση οργάνου ή… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”